- Φοινικικός
- Φοινῑκικός , ΦοινικικόςPhoenicianmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φοινικικός — Phoenician masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινικικός — (I) ή, ό / φοινικικός, ή, όν, ΝΜΑ [Φοῑνιξ, οίνικος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Φοίνικες ή στη Φοινίκη (α. «φοινικικό αλφάβητο» σύστημα γραφής που προήλθε από το βορειοσημιτικό αλφάβητο, διαδόθηκε από τους Φοίνικες εμπόρους σε ολόκληρη… … Dictionary of Greek
φοινικικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Φοινίκη ή τους Φοίνικες: Φοινικικό αλφάβητο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φοινικικά — φοινικικός Phoenician neut nom/voc/acc pl φοινικικά̱ , φοινικικός Phoenician fem nom/voc/acc dual φοινικικά̱ , φοινικικός Phoenician fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινικικῶν — φοινικικός Phoenician fem gen pl φοινικικός Phoenician masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινικικόν — φοινικικός Phoenician masc acc sg φοινικικός Phoenician neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινικικαῖς — φοινικικός Phoenician fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινικικοῖς — φοινικικός Phoenician masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινικικοί — φοινικικός Phoenician masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινικικοῦ — φοινικικός Phoenician masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)